- κατεργαράκος
- ο, θηλ. κατεργαρούλα(με θωπευτική κυρίως σημ.) εξυπνούλης, πονηρούλης («βρε τον κατεργαράκο, μάς τήν έφερε»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατεργαράκος — ο θηλ. κατεργαρούλα υποκορ. του κατεργάρης πονηρός, έξυπνος: Να τον προσέχεις, γιατί ναι κατεργαράκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικροκατεργάρης — α, ικο πονηρούλης, κατεργαράκος … Dictionary of Greek
μπαγάσας — ο 1. κίναιδος 2. κατεργαράκος, επιτήδειος («είδες πώς τά κατάφερε ο μπαγάσας;») 3. αναξιόπιστος, αχρείος, διεφθαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μπαγάσα (ἡ), με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek